- ξενολογώ
- ξενολογῶ, -έω (Α) [ξενολόγος]1. στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἀπῇρεν εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ ἐξενολόγει», ΠΔ)2. φρ. «ξενολογῶ ἔλεον παρά τινος» — ζητώ συμπάθεια από κάποιον ξένο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενολόγῳ — ξενόλογος enlisting mercenaries masc/fem/neut dat sg ξενολόγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ξενολόγησις — ξενολόγησις, ἡ (Μ) [ξενολογώ] η στρατολογία ξένων μισθοφόρων … Dictionary of Greek
προσξενολογώ — έω, Α συγκεντρώνω μισθοφορικό στρατό για να φέρω σε πέρας μια επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ξενολογῶ «στρατολογώ ξένους μισθοφόρους»] … Dictionary of Greek
υποξενολογώ — έω, Α στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες σε περιορισμένη κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξενολογῶ «στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες»] … Dictionary of Greek